- χορεύοντας
- χορεύωdance a roundpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek
υπορχούμαι — ὑπορχοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ 1. χορεύω με την συνοδεία μουσικού μέλους 2. τραγουδώ χορεύοντας 3. (ιδίως) παριστάνω με χορό ή παντομίμα αρχ. χορεύοντας θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρχοῦμαι «παριστάνω με χορό ή παντομίμα»] … Dictionary of Greek
Вугуклаки, Алики — Алики Вугуклаки Αλίκη Βουγιουκλάκη Имя при рождении: Алики Стаматина Кумундуру Дата рождения: 20 июля 1933(1933 07 20) … Википедия
Вугуклаки — Вугуклаки, Алики Али´ки Стамати´на Вугукла´ки (греч. Αλίκη Βουγιουκλάκη), урождённая Кумунду´ру (20 июля 1933 23 июля 1996) гречанка, знаменитая актриса театра и кино. Родилась в г.Афины (район Маруси). Национальная звезда Греции. Проявила себя… … Википедия
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
απορχούμαι — ἀποχροῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χορεύοντας άσχημα χάνω κάτι 2. σπαταλώ άδικα τον καιρό μου … Dictionary of Greek
γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά … Dictionary of Greek
επιχορεύω — ἐπιχορεύω (Α) 1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός 2. έρχομαι χορεύοντας 3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε») … Dictionary of Greek
ζάλογγο — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 114 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μολοσσών. Με το όνομα Ζ. είναι γνωστή η ιστορική τοποθεσία της Ηπείρου, βόρεια της Πρέβεζας, στο ομώνυμο βουνό. Το… … Dictionary of Greek